- ψηφοθέτημα
- το, -ατοςψηφιδωτό, μωσαϊκό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηφοθέτημα — το, ΝΜΑ [ψηφοθετώ] ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
CALCULI — parvi calces, Festo, ex quo genere sunt calces, qui per diminutionem dicuntur calculi. Vide quoque Lucillium et Plautum, quibus calces sunt, quod ψῆφοι Graecis. Hinc Victor alter, c. 3. ubi de Caligula, qui in Oceani litore conchas et lapillos… … Hofmann J. Lexicon universale
λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… … Dictionary of Greek
μούσωσις — μούσωσις, ἡ (Μ) [μουσώ (II)] διακόσμηση με μωσαϊκό ψηφοθέτημα … Dictionary of Greek
ψηφιδωτός — ή, ό, Ν 1. κατασκευασμένος με ψηφίδες, μωσαϊκός 2. το ουδ. ως ουσ. το ψηφιδωτό παράσταση σε δάπεδο ή σε τοίχο ή σε οροφή, με τη συναρμολόγηση και τη συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων, αλλ. ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωτός… … Dictionary of Greek